- προχάραγμα
- -άγματος, τὸ, ΜΑ [προχαράσσω]1. το προσχέδιο2. η προεικόνιση («προχαράγματα τών ἀοράτων τὰ ὁρώμενα», Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχάραγμα — outline neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαραγμάτων — προχάραγμα outline neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματα — προχάραγμα outline neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματι — προχάραγμα outline neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματος — προχάραγμα outline neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)